- πεφροντισμένως
- πεφροντισμένως, Adv., ([etym.] φροντίζω)A carefully, Str.15.1.2, D.S.12.40, Ph.2.214, J.AJ15.2.7, Antyll. ap. Orib.44.8.7, Themist.Ep.8, etc.;
π. ἔχειν Ael.NA3.33
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
π. ἔχειν Ael.NA3.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεφροντισμένως — Α επίρρ. 1. με φροντίδα, με σύνεση 2. φρ. «πεφροντισμένως ἔχω» δείχνω μεγάλη φροντίδα για κάτι, εξετάζω κάτι με μεγάλη προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφροντισμένος τού φροντίζω] … Dictionary of Greek
πεφροντισμένως — φροντίζω consider perf part mp masc acc pl (doric) πεφροντισμένως carefully indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)